- αμεταβίβαστο
- iletilemeyen, iletilememiş, iletilmeyen
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αμεταβίβαστος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε μεταβιβάστηκε ή δεν μπορεί να μεταβιβαστεί: Το τηλεγράφημα είναι ακόμη αμεταβίβαστο. – Το δικαίωμα αυτό είναι αμεταβίβαστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)